- περιαγωγός
- περι-αγωγός, herumführend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιαγωγός — causing to turn round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγός — όν, Α [περιάγω] 1. αυτός που προκαλεί περιαγωγή, δηλαδή περιφορά, περιστροφή, κυκλική στροφή 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περιαγωγός διώρυγα που περιέκλειε κυκλικά περιοχή αγρών … Dictionary of Greek